ιματίδιον

ιματίδιον
ἱματίδιον, τὸ (Α)
μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γον-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱματίδιον — ἱματ̱ίδιον , ἱματίδιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα …   Dictionary of Greek

  • ιματιδάριον — ἱματιδάριον, τὸ (Α) [ιματίδιον] μικρό ιμάτιο, φορεματάκι …   Dictionary of Greek

  • προτόνιον — τὸ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «ἱματίδιον, ὅ ἡ ἱέρεια ἀμφιέννυται, ἐπιτίθεται δὲ ἀπὸ τῆς ἱερείας τῷ σφάττοντι» 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕφασμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τόνος (< τείνω)] …   Dictionary of Greek

  • ՁՈՐՁԻԿ — (ձկան կամ ձկի.) NBH 2 0161 Chronological Sequence: 11c գ. ἰματίδιον vesticula, palliolum. Ձորձ աղքատին կամ անշուք. լաթիկ, զգեստիկ. *Քրիստոս եւ ոչ զկարեւոր ձորձիկն ունէր. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 1 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • θαἰματίδια — ἱματ̱ίδια , ἱματίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματιδίοις — ἱματ̱ιδίοις , ἱματίδιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱματίδια — ἱματ̱ίδια , ἱματίδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”